- στοιχιαῖος
- στοιχ-ιαῖος, α, ον,A equal to one row or course, in masonry,
ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] … Dictionary of Greek